Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξύπνιος -α -ο [ksípnos] Ε4 : 1.που δεν έχει κοιμηθεί: Όταν έγινε ο σεισμός, ήμουνα ~. Tα τραγούδια τους με κράτησαν ξύπνιο όλη τη νύχτα. 2. (μτφ., οικ.) έξυπνος, εύστροφος και ως ουσ.: Ο πατέρας είναι ~ (άνθρωπος), το παιδί όμως είναι πολύ κοιμισμένο. Πολύ τον ξύπνιο παριστάνεις. (ειρ.): Εσύ είσαι πιο ~ δηλαδή και θέλεις περισσότερα;
[μσν. ξυπν(ός) -ιος κατά το σχ.: ορθός - όρθιος]