Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξύνω [ksíno] -ομαι Ρ αόρ. έξυσα, απαρέμφ. ξύσει, παθ. αόρ. ξύθηκα και ξύστηκα, απαρέμφ. ξυθεί και ξυστεί, μππ. ξυμένος και ξυσμένος : 1.με τα νύχια ή με ένα αιχμηρό αντικείμενο τρίβω ελαφρά κάποιο μέρος του σώματος, συνήθ. όταν αισθάνομαι φαγούρα: Ξύσε μου λίγο την πλάτη. Tον είδα να ξύνεται με μανία. Σταμάτησε κι έξυσε το κεφάλι του, από αμηχανία. ΠAΡ ΦΡ αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς
, πρέπει να στηρίζεσαι στις δικές σου δυνάμεις. ΦΡ ~ τα νύχια μου: α. ζητάω καβγά. β. χάνω τον καιρό μου. ~ κοιλιές, δεν κάνω τίποτα. (χυδ.) ~ τα αρχίδια (μου), αδρανώ, περνώ τον καιρό μου μην κάνοντας τίποτα. ~ (παλιές) πληγές*. 2α. ξύνω μια επιφάνεια για να την λειάνω ή για να την καθαρίσω αφαιρώντας ένα λεπτό στρώμα: ~ τη σκουριά από τα κάγκελα. Θα ξύσουμε τα πατώματα γιατί χάλασαν. Ο σκύλος έξυνε με τα νύχια του την πόρτα, γρατζουνούσε. || ~ τα καρότα, αφαιρώ τη φλούδα τρίβοντάς τα με ειδικό εργαλείο ή με το μαχαίρι. β. κάνω κτ. αιχμηρό: ~ το μολύβι.
[ελνστ. ξύνω (αρχ. ξύω, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ξυσ-)]