Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξύλινος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ξύλινος, επίθ.
  • Κατασκευασμένος από ξύλο:
    • (Ερμον. Ω 227), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 34627), (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1343), (Χρον. Μορ. H 856
    • (προκ. για ομοίωμα από ξύλο):
      • θεόν … ξύλινον (Αιτωλ., Μύθ. 1274
      • ανθρώπους … ξύλινους (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4208
    • (σε αδύνατον):
      • ξύλινην αγελάδα (Σπανός A 439).

[αρχ. επίθ. ξύλινος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξύλινος -η -ο [ksílinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από ξύλο: Ξύλινο σπίτι. Ξύλινη πόρτα. Ξύλινο αλογάκι, παιδικό παιχνίδι. Tα ξύλινα τείχη των Aθηνών. (έκφρ.) ξύλινη γλώσσα, τυποποιημένη και ξερή δογματική γλώσσα. || (ως ουσ.) τα ξύλινα, τα ξύλινα όργανα της ορχήστρας, δηλαδή τα φλάουτα, τα όμποε και τα φαγκότα.

[λόγ. < αρχ. ξύλινος]

[Λεξικό Κριαρά]
ξυλινοσκευασμένος, μτχ. επίθ.
  • Κατασκευασμένος από ξύλο:
    • έσωθεν … ξυλινοσκευασμέναι (ενν. θύραι) (Παϊσ., Ιστ. Σινά 693).

[<επίθ. ξύλινος + μτχ. παρκ. του σκευάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες