Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξόρκι
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξόρκι το [ksórki] Ο44 : συμβολικά μαγικά λόγια που σκοπό έχουν να διώξουν τα κακά πνεύματα: Έκανε το σταυρό της και είπε διάφορα ξόρκια. Όλοι μαζί λέγανε διάφορα ξόρκια.

[ξορκ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξόρκι το.
  • Μαγική ευχή, επωδή για την απομάκρυνση κακού·
    • (εδώ) πρόβλεψη, μαντεία αστρολογική:
      • το άστρο … εις το ξόρκι που έκαμα τέλειωσην να μου δώσει (Ευγέν. Πρόλ. 68).

[<παλαιότ. ουσ. εξόρκιν (LBG) <εξορκίζω υποχωρ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξορκίζω [ksorkízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.απομακρύνω, διώχνω τα κακά πνεύματα με ξόρκια ή με άλλα μαγικά μέσα: Για να ξορκίσουν το κακό μάτι. Ξορκίστηκε το κακό κι έφυγε από πάνω του. || Nα ξορκίσουμε το κακό παρελθόν / τις μνήμες του εμφυλίου. || (μππ. και ως ουσ.): Aυτά τα κάνανε εκείνοι οι ξορκισμένοι, οι καταραμένοι. ΦΡ ξορκισμένο(ς) να ΄ναι (με τον απήγανο), για κτ. που απευχόμαστε ή για κπ. που μας είναι εξαιρετικά ανεπιθύμητος. 2. (οικ.) εξορκίζω1: Σε ~ να μην το κάνεις.

[μσν. ξορκίζω < ελνστ. ἐξορκίζω (αποβ. του αρχικού άτ. φων.), αρχ. σημ.: `επιβάλλω όρκο σε κπ.΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ξορκίζω,
βλ. εξορκίζω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξορκιστής ο [ksorkistís] Ο7 θηλ. ξορκίστρα [ksorkístra] Ο25 : (οικ.) εξορκιστής.

[ξορκισ- (ξορκίζω) -τής ή ελνστ. ἐξορκιστής με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· ξορκισ(τής) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες