Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξόμπλι το [ksómbli] Ο44 : (λαϊκότρ.) κέντημα, στολίδι πάνω σε ύφασμα.
[μσν. ξόμπλι, ξέμπλι < εξόμπλιον (αποβ. του αρχικού άτ. φων., αποφυγή της χασμ. και αποβ. τελικού συμφ.) υποκορ. του ελνστ. ἔξομπλον < ἔξεμπλον ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] ) < λατ. exempl(um) -ον]
- ξόμπλι το· εξόμπλι· εξόμπλιν· εξόμπλιον· ?ξάμπλιν· ξόμπλιν· οξόμπλιν.
-
- 1)
- α) Παράδειγμα:
- (Ερωτόκρ. Γ́ 1612)·
- ενούς μεγάλου πόθου ξόμπλι (Πιστ. βοσκ. V 3, 59)·
- β) παράδειγμα προκ. για περιγραφή, επιβεβαίωση, απόδειξη:
- (Πανώρ. Β́ 359), (Ροδολ. Β́ 453)·
- αρχίσα να παρηγορού του φίλου τως την πρίκα και ξόμπλια μυριαρίφνητα … του λέσι (Ερωτόκρ. Β́ 731)·
- (συχνά με τα ρ. δείχνω, παίρνω, φέρνω):
- (Ερωτόκρ. Γ́ 517), (Δεφ., Λόγ. 292), (Ερωτόκρ. Γ́ 911).
- α) Παράδειγμα:
- 2) Κ. ανάλογο ή παρόμοιο μ’ αυτό για το οποίο γίνεται λόγος:
- Ω χάρη δίχως ξόμπλι, … (Πιστ. βοσκ. V 6, 287).
- 3)
- α) Παράδειγμα προς μίμηση, πρότυπο, υπόδειγμα:
- η καλή του ακουγή να γίνεται εξόμπλι εις πάντας (Ασσίζ. 27428· Παλαμήδ., Βοηβ. 92), (Θυσ. 560)·
- β) (προκ. για πρόσωπο):
- είσαι το ξόμπλι της τιμής (Στάθ. Ιντ. β́ 9)·
- γ) περίπτωση άξια προσοχής προς νουθεσία:
- Αφήνω ξόμπλια αμέτρητα … σαν είν’ τ’ Αλεξάνδρου, τ’ Αλκείδη, … (Ροδολ. Ά 347· Δεφ., Λόγ. 263)·
- δ) παράδειγμα προς αποφυγήν:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1240])·
- Έρωτα, με το ξόμπλι μου μηδένας μην ελπίζει … πασίχαρος μετά σου να γυρίζει (Ερωφ. Γ́ 227)·
- ε) (προκ. για τιμωρία που γίνεται για παραδειγματισμό):
- να μηδέν μείνει η αφορμή των παιδίων χωρίς να παιδευτούν, να δώσει ξόμπλιν ο ρήγας (Μαχ. 7629).
- α) Παράδειγμα προς μίμηση, πρότυπο, υπόδειγμα:
- 4) Σημάδι, ένδειξη, απόδειξη:
- (Ερωτόκρ. Ά 1989)·
- εξόμπλιν της ενθύμησης (Χούμνου, Κοσμογ. 2467)·
- εγνώρισέ το φανερά πως δεν τον απαρνάται, ξόμπλι μεγάλον ήδειξε (Ερωτόκρ. Δ́ 818).
- 5)
- α) Διακοσμητικό θέμα κεντήματος:
- ψιλότητες ξομπλιών εγάζωνεν η κόρη (Ερωτόκρ. Ά 633)·
- β) (συνεκδ.) η εργασία του κεντήματος:
- (Ερωτόκρ. Ά 639).
- α) Διακοσμητικό θέμα κεντήματος:
- 6) Διακοσμητικό στοιχείο, στολίδι, κόσμημα:
- λιθαρομαργαρίταρα εξόμπλια της τέντας (Διήγ. Βελ. χ 500).
- 7) Σχεδίασμα:
- τάξιν επαρμόζουσαν προς είδος εξομπλίου (Καλλίμ. 187).
[<ουσ. εξόμπλι(ν) <ουσ. έξομπλον (βλ. ά.) + κατάλ. ‑ι(ν). Ο τ. εξόμπλιν το 12. αι. (LBG) και σήμ. ποντ. Ο τ. ‑ιν στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)
- ξομπλιάζω [ksomblázo] Ρ2.1α μππ. ξομπλιασμένος : (λαϊκότρ.) 1. κεντώ, στολίζω. 2. (μτφ.) κουτσομπολεύω κπ.
[μσν. ξομπλιάζω < εξομπλιάζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εξόμπλ(ιον δες στο ξόμπλι) -ιάζω]
- ξομπλιάζω· εξομπλιάζω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Σχεδιάζω ακολουθώντας ένα υπόδειγμα, αντιγράφω:
- Να εξομπλιάσεις τίποτε από άλλον χαρτίν (Ιατροσ. κώδ. φξζ́)·
- β) (μεταφ.) «ξεσηκώνω»:
- 'ς ποιο σκολειόν εμπήκες κι εξόμπλιασες και βρήκες τα (Ριμ. κόρ. 689).
- α) Σχεδιάζω ακολουθώντας ένα υπόδειγμα, αντιγράφω:
- 2) Διακοσμώ, κεντώ:
- ιμάτιον να φορεί χρυσόν εξομπλιασμένον (Λόγ. παρηγ. O 295).
- 3)
- α) (Μεταφ.) σκέφτομαι, συλλογίζομαι:
- κάθε λόγο μέσα τση εξόμπλιαζε κι εθώρει (Ερωτόκρ. Γ́ 641)·
- β) μελετώ, σχεδιάζω να κάνω κ.:
- Ξομπλιάζει πώς να τση το πει, πώς να τηνε κομπώσει (Ερωτόκρ. Έ 401).
- α) (Μεταφ.) σκέφτομαι, συλλογίζομαι:
- 4)
- α) Κοιτάζω παρατηρώ:
- η κόρη τον ασπροφόρο εξόμπλιαζε (Ερωτόκρ. Β́ 1326)·
- β) εξετάζω:
- πού να κάμει κοπανιά ξομπλιάζει με το μάτι (Ερωτόκρ. Β́ 1776).
- α) Κοιτάζω παρατηρώ:
- 1)
- II. (Μέσ.) παραδειγματίζομαι (εδώ προκ. για παράδειγμα προς αποφυγήν):
- Ιδέτε (ενν. γυναίκες) την Εύαν και ξομπλιασθείτε τι λέγει ο όφης (Πηγά, Χρυσοπ. 179 (20)).
[<ουσ. ξόμπλι + κατάλ. ‑ιάζω. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- ξόμπλιασμα το [ksómblazma] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξομπλιάζω.
[μσν. ξομπλίασμα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ξομπλιασ- (ξομπλιάζω) -μα]
- ξομπλιαστός -ή -ό [ksomblastós] Ε1 : (λαϊκότρ.) ξομπλιασμένος, κεντημένος.
[ξομπλιασ- (ξομπλιάζω) -τός]
- ξομπλιάστρα η [ksomblástra] Ο25α : (λαϊκότρ.) 1. η κεντήστρα. 2. η κουτσομπόλα.
[ξομπλιασ- (ξομπλιάζω) -τρα]
- ξομπλίζω· εξομπλίζω.
-
- Διακοσμώ, στολίζω, πλουμίζω:
- από σαμφειροσάρδιον ήτον εξομπλισμένος (ενν. ο πύργος) (Βυζ. Ιλιάδ. 104)·
- αρμάτωσιν καβαλαριού ακέρια εξομπλισμένην (Φλώρ. 536).
[<ουσ. ξόμπλι + κατάλ. ‑ίζω. Βλ. και εξοπλίζω. Ο τ. στο LBG]
- Διακοσμώ, στολίζω, πλουμίζω:
- ξόμπλιν το,
- βλ. ξόμπλι.
- ξόμπλισις ‑ση η· εξόμπλισις.
-
- 1) Παράδειγμα, δείγμα:
- απ’ αυτείνη (ενν. την ιστορία) ημπορεί … να πάρει ξόμπλιση της ζωής της πρικαμένης (Βοσκοπ. Επίλ. 15).
- 2)
- α) Στολίδι, πλουμίδι:
- κούπαν … γύροθεν να 'χει εξόμπλισες (Φλώρ. 986)·
- (περιληπτ.):
- φαρίν με την εξόμπλισίν του (Φλώρ. 624)·
- β) (συνεκδ.) στολισμός, διακόσμηση:
- ιματίων εξόμπλισιν (Παράφρ. Χων. 630).
- α) Στολίδι, πλουμίδι:
[<ξομπλίζω + κατάλ. ‑σις. Πβ. εξόπλισις. Ο τ. στο LBG]
- 1) Παράδειγμα, δείγμα: