Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξόανο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξόανο το [ksóano] Ο41 : 1.ξύλινο λατρευτικό άγαλμα. 2. (μτφ., υβρ.) α. για άνθρωπο ανόητο, χαζό: Kαθόταν σε μια γωνιά σαν ~. Πώς μιλάς έτσι, βρε ~! β. για άνθρωπο άσχημο.

[λόγ. < αρχ. ξόανον]

[Λεξικό Κριαρά]
ξόανον το.
  • Ξύλινο άγαλμα· (γενικά) είδωλο:
    • (Βακτ. αρχιερ. 172).

[αρχ. ουσ. ξόανον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες