Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξωκλήσι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξωκλήσι το [ksoklísi] & εξωκλήσι το [eksoklísi] Ο44 : μικρή εκκλησία που βρίσκεται στην εξοχή, μακριά από κατοικημένη περιοχή.

[μσν. εξωκκλήσιον < έξω + εκκλησ(ία) -ιον με αποφυγή της χασμ., αποβ. του τελικού συμφ. και αποβ. του αρχικού άτ. συμφ. (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες