Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυστρί το [ksistrí] Ο43 : εργαλείο με το οποίο ξύνουν το τρίχωμα των ζώων, κυρίως των αλόγων, για να το καθαρίσουν από τη σκόνη, τον ιδρώτα, τα παράσιτα κτλ.
[ελνστ. ξυστρίον (υποκορ. του αρχ. ξύστρον)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυστρίζω [ksistrízo] -ομαι Ρ2.1 : καθαρίζω το τρίχωμα ζώων με ξυστρί.
[ξυστρ(ί) -ίζω]