Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυριστικός -ή -ό [ksiristikós] Ε1 : α.που έχει σχέση με το ξύρισμα, που χρησιμοποιείται για ξύρισμα: Ξυριστική μηχανή. β. (ως ουσ.) τα ξυριστικά, τα σύνεργα για το ξύρισμα του προσώπου.
[β: ξυρισ- (ξυρίζω) -τικά, ουδ. πληθ. του -τικός· α: λόγ. ξυρισ- (ξυρίζω) -τικός]