Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυρίζω [ksirízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κόβω σύρριζα με ξυράφι τις τρίχες του σώματος, κυρίως τα γένια και το μουστάκι: ~ με ξυράφι / με ξυριστική μηχανή. Tον έκοψε ο κουρέας καθώς τον ξύριζε. Ξυρίζεται κάθε μέρα. Mια μέρα εμφανίστηκε με ξυρισμένο το μουστάκι του. Δεν είσαι καλά ξυρισμένος. Ξυρίζει τα πόδια / τις μασχάλες της. 2. (μτφ., προφ.) α. για υπερβολικό κρύο ή για παγωμένο αέρα: Ξυρίζει έξω. Ξυρίζει ο βοριάς. β. αποσπώ χρήματα βάζοντας υπερβολικές τιμές· γδέρνω2β, γδύνω2β.
[ελνστ. ξυρίζω < μεταπλ. του αρχ. ξυρ(ῶ) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυρίζω· ξουρίζω.
-
- α) Ξυρίζω (γένια, μαλλιά):
- (Μαλαξός, Νομοκ. 441), (Σταφ., Ιατροσ. 7188)·
- (μέσ.):
- (Φορτουν. Δ́ 405)·
- β) Κόβω σύρριζα· κουρεύω:
- (Διήγ. Αλ. G 27318)·
- Η Δαλιδά γουν τον Σαψών ξύρισε τα μαλλιά του (Βεντράμ., Γυν. 19)·
- (μέσ.):
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 183r), (Πεντ. Αρ. VI 19)·
- γ) προκ. για αποτρίχωση:
- (Πιστ. βοσκ. I 5, 111)·
- (μέσ.):
- Εάν γυνή ψιμυθιάζεται και ξουρίζεται …, έχει επιτίμιον (Κανον. διατ. Β 744).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ξυρισμένος:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57118).
[<αόρ. του αρχ. ξυρέω. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. και λαϊκ. Η λ. σε σχόλ. (L‑S· βλ. και Lampe) και σήμ.]
- α) Ξυρίζω (γένια, μαλλιά):