Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυπόλυτος, επίθ. αξυπόλυτος· εξαπόλυτος· εξυπόλυτος· ξεπόλυτος.
-
- Ξυπόλυτος, ανυπόδητος:
- ήτον αξυπόλυτη κι ουδέν είχε παπούτσια (Σαχλ. Β́ PM 507).
[<εξυπολύω (βλ. ά.). Οι τ. αξ‑ (σχόλ., LBG, λ. εξ‑), εξ‑ (Steph., λ. εξυπολύω), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius (ξηπόλητος) και σήμ.]
- Ξυπόλυτος, ανυπόδητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυπόλυτος -η -ο [ksipólitos] Ε5 : που δε φορά παπούτσια ή και κάλτσες· ανυπόδητος: Mην περπατάς ~, θα κρυώσεις! Παιδιά πεινασμένα και ξυπόλυτα. || (ως ουσ.) οι ξυπόλυτοι, για ανθρώπους πάμφτωχους. ΦΡ πού πας ~ στ΄ αγκάθια / στα κάρβουνα;, για κπ. που αναλαμβάνει μια δύσκολη υπόθεση χωρίς προετοιμασία, χωρίς γνώσεις και εφόδια.
[μσν. ξυπόλυτος < εξυπόλυτος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εξυπολύ(ομαι δες στο ξυπολιέμαι) -τος]