Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυπνητήρι το [ksipnitíri] Ο44 : ρολόι με ειδικό μηχανισμό που με την κατάλληλη ρύθμιση παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο και μας ξυπνά σε μια προκαθορισμένη ώρα: Έβαλα το ~ (να χτυπήσει) στις έξι. Tο ρολόι έχει ~.
[λόγ. εξυπνητήριον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εξυπνη- (εξυπνώ δες στο ξυπνώ) -τήριον απόδ. γαλλ. réveil ή γερμ. Wecker]