Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυλώδης -ης -ες [ksilóδis] Ε11 : που έχει την υφή του ξύλου: ~ καρπός. Ξυλώδες περίβλημα καρπού. || (ως ουσ.) τα ξυλώδη, ονομασία φυτών με κορμό από ξύλο. ANT ποώδη (φυτά).
[λόγ. < αρχ. ξυλώδης]