Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυλόγλυπτος -η -ο [ksilóγliptos] Ε5 : που είναι σκαλισμένος σε ξύλο: Ξυλόγλυπτη παράσταση. || Ξυλόγλυπτη κασέλα, που έχει ξυλόγλυπτες παραστάσεις. || (ως ουσ.) το ξυλόγλυπτο, έργο γλυπτό επάνω σε ξύλο.
[λόγ. < ελνστ. ξυλόγλυπτος]