Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυλοφάγος ο [ksilofáγos] Ο18 : μεγάλη και χοντρή λίμα για ξύλα· ράσπα.
[ξυλο- + φαγ- (τρώω) -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλοφάγος, επίθ.
-
- Που τρώει τα ξύλα:
- ξυλοφάγος σκώληξ (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 852).
- Το αρσ., καθώς και τ. ξυλοφάος και ξυλοφάς ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 1088 και κριτ. υπ., 12411).
[<μτγν. επίθ. ξυλοφάγος. Το αρσ. ως ουσ. και σήμ.· στους τ. ‑φας (Βλάχ.) και ‑φάος ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (Κριαρ.)]
- Που τρώει τα ξύλα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυλοφάγος -α / -ος -ο [ksilofáγos] Ε14 : (ζωολ.) για διάφορους ζωικούς οργανισμούς που τρυπούν και σχηματίζουν στοές μέσα στο ξύλο: Ξυλοφάγα έντομα. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. ξυλοφάγος `όνομα πουλιού που τρέφεται με ξύλο΄]