Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυλοπόδαρο το [ksilopóδaro] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : δύο πολύ μακριά ξύλα με μια μικρή προεξοχή που πατώντας πάνω της μπορεί κανείς να βαδίσει.
[ξυλο- + ποδάρ(ι) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυλοπόδαρος -η -ο [ksilopóδaros] Ε5 : (ειρ.) για άνθρωπο με πολύ αδύνατα και μακριά πόδια.
[ξυλοπόδαρ(ο) -ος]