Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυλοκόπος ο [ksilokópos] Ο18 : αυτός που κόβει ξύλα από το δάσος για βιοποριστικούς λόγους.
[λόγ. < αρχ. ξυλοκόπος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλοκόπος ο.
-
- Ξυλοκόπος:
- (Ερμον. Σ 82).
[μτγν. ουσ. ξυλοκόπος. Η λ. και σήμ.]
- Ξυλοκόπος: