Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυλοκέρατο το [ksilokérato] Ο41 : το χαρούπι.
[ελνστ. ξυλοκέρατον]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλοκέρατο(ν) το.
-
- α) Ο καρπός της κερατέας, ξυλοκέρατο, χαρούπι:
- (Σταφ., Ιατροσ. 8233‑4)·
- β) παιγνιωδώς αντί ξυλοκέρι(ν) (βλ. ά.):
- (Σπανός A 531).
[<ουσ. ξύλον + κέρατον. Η λ. (‑ον) τον 6. αι. και σήμ. (‑ο)]
- α) Ο καρπός της κερατέας, ξυλοκέρατο, χαρούπι:
[Λεξικό Κριαρά]
- Ξυλοκέρατος ο.
-
- Προσωποπ. του ουσ. ξυλοκέρατο(ν):
- (Πωρικ. I 96 κριτ. υπ).
- Προσωποπ. του ουσ. ξυλοκέρατο(ν):