Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυλιά η [ksilá] Ο24 : χτύπημα με βέργα: Kάτσε φρόνιμα, γιατί θα φας ξυλιές.
[μσν. ξυλιά < ξύλ(ο) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλιά η· ξυλέ· ξυλία.
-
- Χτύπημα με ξύλο:
- (Γαδ. διήγ. 1)·
- (ως είδος σύστ. αντικ.):
- θέλει δαρθεί πολλές ξυλιές (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ιβ́ 47)·
- ήθελαν της βαρήσει πλέον ξυλές (Μπερτόλδος 47)·
- φρ. φορτώνω ξυλιές κάπ. = δέρνω αλύπητα:
- (Σπανός D 1758).
[<ουσ. ξύλον + κατάλ. ‑ιά. Τ. ‑έα σήμ. ποντ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Χτύπημα με ξύλο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυλιάζω [ksilázo] Ρ2.1α μππ. ξυλιασμένος : υποφέρω τόσο από το δυνατό κρύο, ώστε νιώθω να γίνομαι δύσκαμπτος και αλύγιστος σαν ξύλο· ξεπαγιάζω: Ξύλιασαν τα χέρια μου / τα πόδια μου. Kλείσε το παράθυρο και μας ξύλιασες / θα μας ξυλιάσεις. Tον βρήκαν ξυλιασμένο.
[ξύλ(ο) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξύλιασμα το [ksílazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ξυλιάζω.
[ξυλιασ- (ξυλιάζω) -μα]