Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυλεύομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυλεύομαι [ksilévome] Ρ5.1β : 1.κόβω ξύλα. 2. προμηθεύομαι ξύλα. (απαρχ.) ΦΡ δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται, όταν ο άνθρωπος χάνει τη δύναμή του, τότε όλοι τον εκμεταλλεύονται.

[λόγ. < ελνστ. ξυλεύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες