Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυλεία η [ksilía] Ο25α : το ξύλο ως πρώτη ύλη σε κατεργασμένη ή σε ημικατεργασμένη μορφή: Σουηδική ~. Aποθήκη ξυλείας. Εμπόριο ξυλείας. Οικοδομική / ναυπηγική ~. ~ για έπιπλα.
[λόγ. < ελνστ. ξυλεία]