Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλένιος, επίθ.· ξυλένος.
-
- Ξύλινος:
- έναν σταυρόν … ξυλένον κάρυνον (Μαχ. 7027· 6782)·
- (προκ. για ξύλινο ομοίωμα):
- Ένας ξυλένιον θεόν είχε κι επαρακάλιε (Αιτωλ., Μύθ. 1271).
[<ουσ. ξύλο + κατάλ. ‑ένιος. Ο τ. και σήμ. ποντ. και κυπρ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Ξύλινος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυλένιος -α -ο [ksilénos] Ε4 : ξύλινος.
[ξύλ(ο) -ένιος]