Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυλέμπορος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυλέμπορος ο [ksilémboros] Ο20α & (προφ.) ξυλέμπορας ο [ksilémboras] Ο5 : αυτός που εμπορεύεται ξυλεία.

[λόγ. < μσν. ξυλέμπορος < ξυλ(ο)- + έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες