Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλάκι το.
-
- 1) Ξυλαράκι (εδώ σε μεταφ.):
- (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. ζ́ 3).
- 2) Μικρό πλοίο:
- (Πορτολ. Α 21231).
[<ουσ. ξύλον + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ξυλαράκι (εδώ σε μεταφ.):