Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξορκίζω [ksorkízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.απομακρύνω, διώχνω τα κακά πνεύματα με ξόρκια ή με άλλα μαγικά μέσα: Για να ξορκίσουν το κακό μάτι. Ξορκίστηκε το κακό κι έφυγε από πάνω του. || Nα ξορκίσουμε το κακό παρελθόν / τις μνήμες του εμφυλίου. || (μππ. και ως ουσ.): Aυτά τα κάνανε εκείνοι οι ξορκισμένοι, οι καταραμένοι. ΦΡ ξορκισμένο(ς) να ΄ναι (με τον απήγανο), για κτ. που απευχόμαστε ή για κπ. που μας είναι εξαιρετικά ανεπιθύμητος. 2. (οικ.) εξορκίζω1: Σε ~ να μην το κάνεις.
[μσν. ξορκίζω < ελνστ. ἐξορκίζω (αποβ. του αρχικού άτ. φων.), αρχ. σημ.: `επιβάλλω όρκο σε κπ.΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξορκίζω,
- βλ. εξορκίζω.