Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξοπίσω [ksopíso] επίρρ. : (λαϊκότρ.) από πίσω, πίσω: Έτρεξαν ~ του λαχανιασμένοι. Mπρος αυτός ~ οι άλλοι. Tρεις συμφορές η μια ~ από την άλλη, η μια μετά την άλλη, πίσω από την άλλη.
[μσν. ξοπίσω < αρχ. ἐξοπίσω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξοπίσω, επίρρ.,
- βλ. εξοπίσω.