Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξομπλιάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξομπλιάζω [ksomblázo] Ρ2.1α μππ. ξομπλιασμένος : (λαϊκότρ.) 1. κεντώ, στολίζω. 2. (μτφ.) κουτσομπολεύω κπ.

[μσν. ξομπλιάζω < εξομπλιάζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εξόμπλ(ιον δες στο ξόμπλι) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξομπλιάζω· εξομπλιάζω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Σχεδιάζω ακολουθώντας ένα υπόδειγμα, αντιγράφω:
        • Να εξομπλιάσεις τίποτε από άλλον χαρτίν (Ιατροσ. κώδ. φξζ́
      • β) (μεταφ.) «ξεσηκώνω»:
        • 'ς ποιο σκολειόν εμπήκες κι εξόμπλιασες και βρήκες τα (Ριμ. κόρ. 689).
    • 2) Διακοσμώ, κεντώ:
      • ιμάτιον να φορεί χρυσόν εξομπλιασμένον (Λόγ. παρηγ. O 295).
    • 3)
      • α) (Μεταφ.) σκέφτομαι, συλλογίζομαι:
        • κάθε λόγο μέσα τση εξόμπλιαζε κι εθώρει (Ερωτόκρ. Γ́ 641
      • β) μελετώ, σχεδιάζω να κάνω κ.:
        • Ξομπλιάζει πώς να τση το πει, πώς να τηνε κομπώσει (Ερωτόκρ. Έ 401).
    • 4)
      • α) Κοιτάζω παρατηρώ:
        • η κόρη τον ασπροφόρο εξόμπλιαζε (Ερωτόκρ. Β́ 1326
      • β) εξετάζω:
        • πού να κάμει κοπανιά ξομπλιάζει με το μάτι (Ερωτόκρ. Β́ 1776).
  • II. (Μέσ.) παραδειγματίζομαι (εδώ προκ. για παράδειγμα προς αποφυγήν):
    • Ιδέτε (ενν. γυναίκες) την Εύαν και ξομπλιασθείτε τι λέγει ο όφης (Πηγά, Χρυσοπ. 179 (20)).

[<ουσ. ξόμπλι + κατάλ. ‑ιάζω. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες