Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξιφουλκώ [ksifulkó] Ρ10.9α : 1.τραβώ το σπαθί από τη θήκη του. 2. (μτφ.) αντιπαρατίθεμαι έντονα με κπ., κάνω έναν οξύ διάλογο.
[λόγ. < αρχ. ξιφουλκ(ός) `που τραβάει το ξίφος΄ -ώ μτφρδ. γαλλ. tirer l΄épée]