Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξιφασκία η [ksifaskía] Ο25 : η εξάσκηση στο χειρισμό του ξίφους: Mαθαίνει / ξέρει ~. || το αντίστοιχο αγώνισμα: Ήρθε πρώτος στην ~.
[λόγ. ξίφ(ος) + -ασκία κατά το αρχ. σωμασκία `σωματική άσκηση΄]