Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξιφίας ο [ksifías] Ο3 : μεγάλο ψάρι με ατρακτοειδές σώμα, λείο δέρμα και χαρακτηριστικό μακρύ ρύγχος που μοιάζει με ξίφος και που το ψαρεύουν για το νόστιμο κρέας του.
[λόγ. < αρχ. ξιφίας]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξιφίας ο.
-
- (Εδώ) είδος κομήτη:
- (Byz. Kleinchron. Ά 40442 κριτ. υπ).
[αρχ. ουσ. ξιφίας. Η λ. και σήμ.]
- (Εδώ) είδος κομήτη: