Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξινόγαλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξινόγαλο το [ksinóγalo] Ο41 & ξινόγαλα το [ksinóγala] Ο49 : γάλα το οποίο αφού υποστεί ζύμωση γίνεται παχύρρευστο και υπόξινο.

[ξινο- + γάλ(α) -ο· μσν. ξινόγαλα < ξινο- + γάλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες