Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξινο
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξινο- [ksino] & ξινό- [ksinó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το επίθ. ξινός ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. σε σύνθετα ουσιαστικά, δηλώνει ότι αυτό που υπάρχει ως β' συνθετικό έχει ξινή γεύση: ξινόγαλα, ~τύρι. 2. στην κοινή ονομασία φυτών: ~κέρασο, ξινόμηλο, ξινόμουρο, ~στάφυλο. 3. σε σύνθετα παρατακτικά επίθετα: ξινόγλυκος.

[μσν. ξινο- θ. του επιθ. ξιν(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ξινό-γαλα]

[Λεξικό Κριαρά]
ξινόγαλα το.
  • Ξινόγαλα·
    • (εδώ σε αδύνατον):
      • πλεμένον ξινόγαλα (Σπανός D 1696).

[<επίθ. ξινός + ουσ. γάλα. Πβ. οξύγαλα. Λ. ‑ον στο Somav. και σήμ. (‑ο). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξινόγαλο το [ksinóγalo] Ο41 & ξινόγαλα το [ksinóγala] Ο49 : γάλα το οποίο αφού υποστεί ζύμωση γίνεται παχύρρευστο και υπόξινο.

[ξινο- + γάλ(α) -ο· μσν. ξινόγαλα < ξινο- + γάλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξινοκέρασο το [ksinokéraso] Ο41 : (λαϊκότρ.) το βύσσινο.

[ξινο- + κεράσ(ι) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξινομηλιά η [ksinomilá] Ο24 : μηλιά που παράγει μήλα με υπόξινη γεύση, ξινόμηλα.

[ξινόμηλ(ο) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξινόμηλο το [ksinómilo] Ο41 : είδος μήλου με υπόξινη γεύση.

[ξινο- + μήλο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξινός -ή -ό [ksinós] Ε1 : 1α.που έχει την έντονη γεύση του λεμονιού: H σούπα / η σαλάτα είναι πολύ ξινή. || υπόξινος: Ξινά δαμάσκηνα. β. για φρούτα που δεν έχουν ωριμάσει: Είναι ξινά ακόμα τα σταφύλια. ΦΡ περσινά* ξινά σταφύλια. 2. (ως ουσ.) α. το ξινό: α1. η γεύση του ξινού. α2. το κιτρικό οξύ. β. (οικ.) τα ξινά, τα εσπεριδοειδή. ΦΡ μου βγαίνει κτ. ξινό / βγάζω κτ. σε κπ. ξινό, για κτ. που ενώ αρχικά ήταν ευχάριστο, είχε δυσάρεστη έκβαση: Mας βγήκε ξινό το γλέντι / το γέλιο. Mου έβγαλε ξινό το ταξίδι. του / της αρέσουν τα ξινά, του / της αρέσουν οι παράνομες ερωτικές απολαύσεις. 3. (μτφ.) για άνθρωπο δύστροπο, γρουσούζη, στρυφνό: Ξινή γυναίκα. ξινούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ.

[μσν. ξινός < *οξινός (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [o-oksi > oksi > o-ksi] ) < αρχ. ὄξ(ος) (δες στο ξίδι) -ινός (πρβ. ελνστ. ὄξινος, ίδ. σημ.)· ξιν(ός) -ούτσικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξινοφαίνεται [ksinofénete] Ρ αόρ. ξινοφάνηκε, απαρέμφ. ξινοφανεί (στο γ' πρόσ. με γεν. προσ. αντων.) : (οικ.) δυσαρεστούμαι από κτ.: Mου ξινοφάνηκε που δε με κάλεσαν στο γάμο τους.

[ξινο- + φαίνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες