Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξινίλα η [ksiníla] Ο25α : 1.άσχημη ξινή μυρωδιά: Tα ρούχα του μύριζαν μούχλα και ~. 2. (συνήθ. πληθ.) άσχημη ξινή γεύση στο στόμα που έρχεται από το στομάχι: Συνήθως μετά το φαγητό έχω ξινίλες. Tα βαριά τα φαγητά του προκαλούν ~.
[ξιν(ός) -ίλα]