Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξινίζω [ksinízo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ2.1 μππ. ξινισμένος : 1.για τρόφιμα και ποτά: α. που αλλοιώνονται με αποτέλεσμα να αποκτούν ξινή, δυσάρεστη γεύση: Ξίνισε το γάλα. Tο τυρί που αγόρασες είναι ξινισμένο. Mε τη ζέστη ξίνισε το κρασί. || προσδίδω σε κτ. ξινή γεύση, λόγω αλλοίωσης. β. που αποκτούν ξινή γεύση με την προσθήκη ανάλογης ουσίας: Tο ξίνισες το φαγητό με τόσο λεμόνι που έβαλες. 2. (οικ.) α. (συνήθ. παθ.) για αίσθημα ξινής γεύσης: Έφαγε μια φέτα λεμόνι και ξινίστηκε. Mε ξίνισε η πορτοκαλάδα. β. εκδηλώνω τη δυσαρέσκειά μου: Ξινίστηκε / ξίνισε όταν το άκουσε. ΦΡ ~ τα μούτρα* μου. ο ένας / η μία της / του βρομάει, ο άλλος / η άλλη της / του ξινίζει, για ιδιότροπο / ιδιότροπη και ανικανοποίητο / ανικανοποίητη στον ερωτικό τομέα: Πού να παντρευτεί· ο ένας της βρομάει, ο άλλος της ξινίζει.
[ξιν(ός) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξινίζω.
-
- (Προκ. για τρόφιμα) αποκτώ δυσάρεστη, ξινή γεύση, αλλοιώνομαι:
- το ζυμάρι … εξίνισεν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 168r).
[<επίθ. ξινός + κατάλ. ‑ίζω. Τ. οξ‑ στο Βλάχ. (οξυ‑). Η λ. στο Du Cange (‑ειν, λ. ξίδι) και σήμ.]
- (Προκ. για τρόφιμα) αποκτώ δυσάρεστη, ξινή γεύση, αλλοιώνομαι: