Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξιδάτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξιδάτος -η -ο [ksiδátos] Ε3 : που παρασκευάζεται με ξίδι ή που διατηρείται στο ξίδι: Ελιές ξιδάτες. Xταπόδι ξιδάτο.

[ξίδ(ι) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες