Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξηρο
20 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξηρο- [ksiro] & ξηρό- [ksiró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ξηρ- [ksir], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το επίθ. ξηρός ως α' συνθετικό σε σύνθετες λόγιες ή επιστημονικές λέξεις· (πρβ. ξερο-). 1. δηλώνει ότι είναι ξερό, ή γίνεται χωρίς νερό ή υγρασία, αυτό που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~καλλιέργεια. 2. σε επιστημονικούς όρους: (βοτ.) ξηράνθεμο· (τεχν.) ~γραφία· (ιατρ.) ~δερμία, ~στομία, ξηροφθαλμία.

[λόγ. < ελνστ. ξηρ(ο)- θ. του αρχ. επιθ. ξηρό(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ξηρ-οφθαλμία & διεθ. xero- < ελνστ. ξηρο-: ξηρο-δερμία < γαλλ. xérodermie, ξηρο-γραφία < αγγλ. xerography]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξηρογραφία η [ksiroγrafía] Ο25 : φωτοαντιγραφική μέθοδος.

[λόγ. < αγγλ. xerography < xero- = ξηρο- + -graphy = -γραφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξηρογραφικός -ή -ό [ksiroγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ξηρογραφία: Ξηρογραφικό φωτοαντίγραφο.

[λόγ. ξηρογραφ(ία) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξηροδερμία η [ksiroδermía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική ξηρότητα του δέρματος.

[λόγ. < γαλλ. xérodermie < xéro- = ξηρο- + αρχ. δέρμ(α) -ie = -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
ξηροκοιτία η.
  • Το να κοιμάται κάπ. καταγής, στο έδαφος ή στο δάπεδο (ως τρόπος άσκησης μοναχού):
    • (Προδρ. IV 624).

[<επίθ. ξηρός + ουσ. κοίτη. Η λ. τον 5. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
ξηρόλιθος ο.
  • Πέτρα ξερή, δηλ. χωρίς συνδετικό κονίαμα, ως οικοδομικό ύλικό:
    • φραγμόν εκ ξηρολίθων (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1417).

[<επίθ. ξηρός + ουσ. λίθος. Η λ. τον 5. αι. Πβ. σημερ. ξερολιθιά]

[Λεξικό Κριαρά]
ξηροπόταμον το· ξεροπόταμον· ?ξηροπόταμος o.
  • Ξεροπόταμος, χείμαρρος:
    • (Πορτολ. Α 271
    • (σε παρομοίωση):
      • ο πόλεμος, οποίος όλα τα σύρει … ωσάν ξεροπόταμον (Σοφιαν., Παιδαγ. 105).

[<επίθ. ξηρός + ουσ. ποταμός ή ποτάμι(ο)ν. Ο τ. ξε‑ το 13. αι. (Caracausi), στο Meursius (‑ο) και σήμ. (‑ο). Το αρσ. ‑ος τον 6. αι. ως τοπων. (TLG), σε γλωσσάρ. και στο Meursius. Η λ. τον 11. αι. (Caracausi)· ως τοπων. ήδη το 10. αι. (αν δεν πρόκ. για το αρσ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξηρορυάκι(ν) το· ξερορ(υ)άκι(ν), (Αρμούρ. 183 χφ C κριτ. υπ).
  • Ρυάκι που δεν έχει νερό τον περισσότερο χρόνο (πβ. ξηροπόταμ):
    • τα ξηρορυάκια της Συρίας αίμα να τα γεμίσω (Αρμούρ. 183).

[<επίθ. ξηρός + ουσ. ρυάκι(ν). Τ. ξερορυάκιον τον 11. αι. Ο τ. (‑ρυάκι) και η λ. (‑ιν) το 12. αι. (Caracausi)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξηρός, επίθ.· ξερός.
— Βλ. και ξηρά.
  • 1)
    • α) Που δεν έχει νερό ή υγρασία, στεγνός:
      • (Αιτωλ., Μύθ. 845
      • (σε παροιμ. φρ. που δηλώνει κ. αδύνατον):
        • να μη φοβείσαι ποταμόν ξηρόν να κινδυνεύσεις (Προδρ. IV 608
    • β) (προκ. για τον καιρό) που δεν είναι βροχερός:
      • (Μάρκ., Βουλκ. 34824
    • γ) που χαρακτηρίζεται από ξηρότητα:
      • η ιστία έναι ζεστή και ξερή (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 37r
    • δ) (προκ. για τόπο) άνυδρος, αυχμηρός· που έχει ελάχιστη ξερή βλάστηση:
      • (Ιερακοσ. 36516), (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 25
    •  
      • ε1) (προκ. για βήχα) που είναι χωρίς έκκριμα, χωρίς φλέμα:
        • (Ασσίζ. 1837
      • ε2) (προκ. για μορφή κόρυζας):
        • (Ιερακοσ. 41117
    • στ) (συνεκδ. προκ. για θεραπευτικά βότανα ή άλλα φαρμακευτικά επιθέματα) που προκαλεί ξηρότητα, που δεν είναι μαλακτικός:
      • (Ασσίζ. 43025).
  • 2) (Προκ. για σάρκες) άπαχος, ισχνός, «στεγνός»:
    • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 80).
  • 3)
    • α) Που έχει χάσει την υγρασία του, τους χυμούς του, δεν είναι χλωρός:
      • στεφάνι … ξερόν και μαραμένο (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [314]
      • δενδρόν … ξερόν (Χούμνου, Κοσμογ. 346
      • έκφρ. ξερόν δάσος = προκ. για φέρετρο:
        • (Κυπρ. ερωτ. 10637
    • β) (προκ. για οστά):
      • η σιαγόνα η ξερή (Βεντράμ., Γυν. 134
    • γ) (προκ. για χείλη):
      • (Ροδολ. Έ 219).
  • 4)
    • α) Αποξηραμένος, αφυδατωμένος:
      • Λάσαρον είτε υγρόν είτε ξηρόν δίδου (Ιερακοσ. 41527
      • (προκ. για καρπούς ή άλλα τρόφιμα):
        • σύκα … ξερά (Ασσίζ. 496
        • άρτον … ξηρόν (Προδρ. IV 245
    • β) παστωμένος ή (απλώς) στεγνός, αποξηραμένος:
      • οψάρια ξηρά (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 172).
  • 5) (Μεταφ.) που δεν έχει νεανική φρεσκάδα, «μαραμένος»:
    • βλέπει τον άνδραν της ωσάν ξερόν (Συναξ. γυν. 765).
  • 6) (Προκ. για πρόσωπο) λιπόσαρκος, ξερακιανός:
    • οι … ξηρότεροι άνδρες τοις τε όπλοις αεί εγκαρτερούσι δεινώς (Θεολ., Τζίρ. 35527· Συναδ. φ. 37v).
  • 7)
    • α) Σκληρός, τραχύς:
      • ξηρός και ριζωμένος λίθος (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1411]
      • (σε μεταφ.):
        • είχε διπλήν καρδίαν και ξερήν σαν πέτραν (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 286
    • β) (συνεκδ.) που γίνεται καταγής:
      • ξηρού κοιτασμού (Σφρ., Χρον. 4620).
  • 8) (Προκ. για υλικά που χρησιμοποιούνται σε φαρμακευτικό παρασκεύασμα και σε αντίθεση προς τα υγρά) στερεός:
    • (Ιερακοσ. 42412).
  • 9) (Προκ. για θαλάσσια περιοχή) που έχει ξέρες:
    • από τον Τρούλον έως το νησίν της Κρήτης έναι ξερόν όλον (Πορτολ. Α 7411).
  • 10) (Μεταφ.) άψυχος:
    • των δενδρών οι ξεροί κορμοί θέλουν σ’ το πει καθάρια (ενν. πως σ’ αγαπώ) (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [325]).
  • 11) (Μεταφ. προκ. για τα μέλη ή ολόκληρο το σώμα) παράλυτος, «πιασμένος»:
    • άνθρωπος οπού είχε το χέρι του ξηρόν (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. ιβ́ 10
    • (σε κατάρα):
      • να γενούσι … ξερά τα χέρια σου (Σπανός D 314· 1480
    • (υβριστ.):
      • το κεφάλι το ξηρόν και πανάσχημον (Σπανός D 1202).
  • Έκφρ. ξηρά γη = ήπειρος, ξηρά
    • (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 63, 62).
    • Φρ. μένω ξερός =
      • (α) χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ:
        • (Κατζ. Έ 123
      • (β) καταπλήσσομαι, αποσβολώνομαι, γοητεύομαι, «μαγεύομαι»:
        • (Μπερτολδίνος 164).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • 1) Ξηρά, στεριά:
      • (Ψευδο-Σφρ. 24227).
    • 2) Αποξηραμένη ποσότητα θεραπευτικής ύλης σε σκόνη προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως επίπασμα:
      • (Ιερακοσ. 38316, 38515, 4879).
    • 3) Ως ένα από τα στοιχεία που αποτελούν το σύμπαν ή τον ανθρώπινο οργανισμό:
      • Η σύστασις … της ανθρωπίνης ουσίας γίνεται από τα τέσσερα ταύτα: υγρόν, θερμόν, ψυχρόν και ξηρόν (Αγαπ., Γεωπον. 172· Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 70r).
  • Το ουδ. στον πληθ. ως τοπων.:
    • (Ευγέν. 511).
  • [αρχ. επίθ. ξηρός. Η λ. και ο τ. (Steph.) και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    ξηρός -ά -ό [ksirós] Ε2 : 1.(λόγ.) ξερός: Ξηρό κλίμα. 2. Ξηροί καρποί, περιληπτική ονομασία για τα αποξηραμένα φιστίκια, αμύγδαλα, καρύδια, σταφίδες, σύκα κτλ. ~ οίνος, εμπορική ονομασία, σε διάκριση προς το γλυκός. Ξηρά τροφή, πρόχειρη αμαγείρευτη ή συντηρημένη τροφή που διατηρείται πολύν καιρό και μεταφέρεται εύκολα. ~ πάγος, τεχνητός πάγος που όταν λιώνει εξαερώνεται. Ξηρό στοιχείο / ξηρά στήλη. Ξηρά μπαταρία. ANT υγρή.

    [λόγ.: 1: αρχ. ξηρός· 2: σημδ. γαλλ. sec, sèche (διαφ. το μσν. ξηροί καρποί `φρούτα που έχουν ξεραθεί΄, αρχ. καρπός ξηρός `δημητριακά΄)]

    < Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες