Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξηρά η [ksirá] Ο24 (χωρίς πληθ.) : το τμήμα της επιφάνειας της γης που δεν καλύπτεται από νερό· η στεριά: Tο πλήρωμα αποβιβάστηκε στην ~. (έκφρ.) κατά ~ και κατά θάλασσα, από παντού. διά ξηράς, για συγκοινωνία, μεταφορές κτλ. που γίνονται από την ξηρά και όχι από τη θάλασσα. || Στρατός ξηράς, σε διάκριση από το ναυτικό και την αεροπορία.
[λόγ. < αρχ. ξηρά (ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. ξηρός)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξήρα η,
- βλ. ξέρα.
[Λεξικό Κριαρά]
- ξηρά η· ξερά.
-
- 1)
- α) Η γη, η στεριά (σε αντιδιαστολή με τη θάλασσα):
- (Λίβ. Sc. 1851)·
- (στις εκφρ. από ξηράς, διά ξηράς):
- (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 94, 85)·
- β) η γεν. με το ουσ. φουσσάτον = χερσαίες στρατιωτικές δυνάμεις:
- (Διήγ. Βελ. χ 74).
- α) Η γη, η στεριά (σε αντιδιαστολή με τη θάλασσα):
- 2) Ξέρα:
- πρόσεχε ότι … έχει πλακίν, ξηράν (Πορτολ. Β 2918 (έκδ. ‑ήν ξ.).)>
[αρχ. ουσ. ξηρά. Βλ. και ξέρα. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξηραίνω [ksiréno] -ομαι Ρ7.1 : (λόγ.) ξεραίνω.
[λόγ. < αρχ. ξηραίνω (σύγκρ. ξεραίνω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξηραίνω· ξεραίνω· μτχ. παρκ. ξεραμμένος· ξηραμμένος.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1) Κάνω κ. να χάσει την υγρασία που έχει, αφυδατώνω, ξεραίνω:
- Το αλατισμένον κρέας είναι βλαβερόν, διατί … ξηραίνει την σάρκα (Αγαπ., Γεωπον. 191)·
- (μεταφ.):
- πρίκα μού προξενά η χαρά, το δρόσος με ξεραίνει (Ερωφ. Γ́ 216).
- 2) (Προκ. για φυτό ή μέρος φυτού) κάνω να χάσει τους χυμούς του, να ξεραθεί, να μαραθεί:
- (Διδ. Σολ. P 13), (Ερωτόκρ. Β́ 1309)·
- (σε μεταφ.):
- ήπασκεν (ενν. η νένα) όσο το μπορεί να τηνε δυσκολέψει (ενν. την Αρετούσα), να τση ξεράνει το δεντρό πρίχου να το φυτέψει (Ερωτόκρ. Ά 670).
- 3)
- α) (Προκ. για καρπούς, άνθη, φύλλα) αποξηραίνω:
- (Νεκταρ. Ιεροκοσμ. Ιστ. 114)·
- άνθη χαμομήλας … ξέρανε και κάμε τα σκόνην λεπτήν (Αγαπ., Γεωπον. 234)·
- β) (γενικ.):
- χλωροσαύρας … ξήρανον (Ορνεοσ. αγρ. 55928).
- α) (Προκ. για καρπούς, άνθη, φύλλα) αποξηραίνω:
- 4) Ψήνω κ. ώσπου να ξεραθεί εντελώς:
- Ξήρανε εις τον φούρνον δενδρολίβανον (Αγαπ., Γεωπον. 228).
- 5)
- α) Αδρανοποιώ, «νεκρώνω»:
- αφανίζει (ενν. το μαρούλιον) το σκάνδαλον της σαρκός, διατί ξηραίνει το σπέρμα (Αγαπ., Γεωπον. 204)·
- β) κάνω να ατονήσει ως προς τα συμπτώματα:
- ο περισσός ύπνος ψυχραίνει και ξηραίνει την θέρμην (Αγαπ., Γεωπον. 176).
- α) Αδρανοποιώ, «νεκρώνω»:
- 6) (Μεταφ., με αντικ. τη λ. αίμα):
- (Δούκ. 31320).
- 7) Εξαντλώ, ταλαιπωρώ σωματικά:
- έφευγον (ενν. οι Τρώες) εκ του πεδίου ξηρανθέντες εκ του κόπου (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΑ2́ [199]).
- 8) Εξοντώνω:
- Η γυνή … πάντα περιεργάζεται το πώς να σε ξηράνει (Συναξ. γυν. 308).
- 1) Κάνω κ. να χάσει την υγρασία που έχει, αφυδατώνω, ξεραίνω:
- Β́ Αμτβ.
- 1) (Προκ. για δέντρο) χάνω τους χυμούς μου, μαραίνομαι, ξεραίνομαι:
- εμείναν τα δεντρά γυμνά … και εξεράναν πολλά (Μαχ. 6244).
- 2) (Με υποκ. τις λ. νερά, βρύσις) στερεύω:
- (Μαχ. 225)·
- (σε μεταφ.)
- το δίκαιον απέσβεσεν και εξήρανεν η βρύσις (Ριμ. Βελ. ρ 590).
- 1) (Προκ. για δέντρο) χάνω τους χυμούς μου, μαραίνομαι, ξεραίνομαι:
- Ά Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Χάνω το νερό ή την υγρασία που έχω, στεγνώνω:
- εξεράθην η γης (Πεντ. Γέν. VIII 14).
- 2) (Με υποκ. λ. όπως λίμνη, πηγάδι, βρύση, θάλασσα) στερεύω, αποστραγγίζομαι, ξεραίνομαι:
- (Αιτωλ., Μύθ. 193, 10)·
- (σε κατάρα):
- Οι βρύσες … ας ξεραθούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 22811· Περί ξεν. A 285)·
- (σε μεταφ.):
- εις τας μεγάλας λύπας ξηραίνονται αι πηγαί των δακρύων (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 250).
- 3) Αφυδατώνομαι, εξαντλούμαι από τη δίψα και τη ζέστη (σε μεταφ.):
- δε θε να με δροσίσει (ενν. η βρύση) κι αφήνει με να ξεραθώ (Ερωτόκρ. Β́ 214).
- 4)
- α) (Συνεκδ. για τη γλώσσα, το λάρυγγα) στεγνώνω:
- (Κρασοπ. AO 42), (Προδρ. IV 614-1 χφ V κριτ. υπ.)·
- (σε κατάρα):
- Αν εγώ, Ιερουσαλήμ, εσέ θέλω ξεχάσει …, να ξηρανθεί η γλώσσα μου (Παλαμήδ., Ψαλμ. 426)·
- β) (ειδικά):
- τα ομμάτια μου εξηράνθησαν από της αγρυπνίας (Προδρ. IV 629 χφφ PK κριτ. υπ.)·
- γ) (προκ. για την αναπνοή) «κόβομαι» (επειδή στεγνώνει η στοματική κοιλότητα):
- (Ροδολ. Ά 88).
- α) (Συνεκδ. για τη γλώσσα, το λάρυγγα) στεγνώνω:
- 5)
- α) (προκ. για φυτό ή μέρος φυτού) χάνω τους χυμούς μου, ξεραίνομαι, μαραίνομαι:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 171), (Ερωτόκρ. Β́ 210)·
- (σε κατάρα):
- οι κάμποι ας ξεραθού (Πανώρ. Δ́ 117)·
- (σε μεταφ.):
- Τα ρόδα του προσώπου σου … ας ξεραθούσι (Πανώρ. Β́ 407)·
- β) (μεταφ. για πρόσωπο) χάνω τη ζωντάνια, την ομορφιά μου:
- εξηράνθη το κάλλος μου (Διγ. Άνδρ. 3717).
- α) (προκ. για φυτό ή μέρος φυτού) χάνω τους χυμούς μου, ξεραίνομαι, μαραίνομαι:
- 6)
- α) (Προκ. για νερό, υγρά) στεγνώνω, εξατμίζομαι:
- (Πεντ. Γέν. VIII 7), (Αγαπ., Γεωπον. 241)·
- β) (προκ. για το υγρό στοιχείο του ανθρώπινου οργανισμού):
- (Ερωτόκρ. Γ́ 829).
- α) (Προκ. για νερό, υγρά) στεγνώνω, εξατμίζομαι:
- 7) Γίνομαι στερεός, συμπαγής:
- (Αγαπ., Γεωπον. 226).
- 8) (Μεταφ. προκ. για τα μέλη ή ολόκληρο το σώμα) παραλύω, πιάνομαι:
- (Σπανός A 387), (Θρ. Κύπρ. Μ 442).
- 9) Μένω αναίσθητος, λιποθυμώ:
- ξεσχίζεται και αφρίζει … και ξηραίνεται (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. θ́ 18).
- 10) Αποσβολώνομαι, μένω σύξυλος:
- οι Ρωμαίοι ακούσαντες την πικράν ταύτην αγγελίαν … υπερήλγησαν, εξηράνθησαν (Δούκ. 2976).
- 1) Χάνω το νερό ή την υγρασία που έχω, στεγνώνω:
[αρχ. ξηραίνω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξήρανση η [ksíransi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεραίνω· η φυσική ή τεχνητή, ολική ή μερική αφαίρεση της υγρασίας που υπάρχει φυσιολογικά σε ένα σώμα: H ~ των καπνών. H ~ του δέρματος.
[λόγ. < ελνστ. ξήραν(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξηραντήριο το [ksirandírio] Ο40 : 1.χώρος όπου γίνεται η ξήρανση. 2. συσκευή που χρησιμοποιείται για ξήρανση.
[λόγ. ξηραν- (ξηραίνω) -τήριον μτφρδ. γαλλ. séchoir, sécherie]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξηραντικός, επίθ.
-
- Που αποξηραίνει·
- (εδώ μεταφ.) που προκαλεί πνευματική ένδεια:
- μεγάλην και ξηραντικήν πείναν και δίψαν του λόγου της Γραφής (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 20914).
- (εδώ μεταφ.) που προκαλεί πνευματική ένδεια:
[αρχ. επίθ. ξηραντικός. Η λ. και σήμ.]
- Που αποξηραίνει·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξηραντικός -ή -ό [ksirandikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να επιταχύνει την ξήρανση: Ξηραντικές ουσίες, που προστίθενται στα ελαιοχρώματα.
[λόγ. < αρχ. ξηραντικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξηρασία η [ksirasía] Ο25 : μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου δεν έχει βρέξει σχεδόν καθόλου· ανομβρία, αναβροχιά: H μεγάλη περίοδος ξηρασίας έβλαψε τα σπαρτά. || (μετεωρ.) η ύπαρξη ελάχιστης ποσότητας υδρατμών στην ατμόσφαιρα.
[λόγ. < ελνστ. ξηρασία, αρχ. σημ.: `ξέραμα΄]