Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξημερωμένα, επίρρ.
-
- Έχοντας ξημερώσει, με φως της ημέρας:
- Αυγίτσαν εσηκώθηκα … και το φεγγάριν έφεγγεν ωσάν ξημερωμένα (Χούμνου, Κοσμογ. 826).
[<μτχ. παρκ. του ξημερώνω]
- Έχοντας ξημερώσει, με φως της ημέρας: