Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξηλώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξηλώνω [ksilóno] -ομαι Ρ1 : 1.αποσυνδέω τις ραφές που ενώνουν τα κομμάτια ενός ραμμένου ρούχου: Θα ξηλώσω το παλιό μου φουστάνι και θα το μεταποιήσω. Έχει ξηλωθεί το μανίκι σου. Ξηλώθηκε το φόρεμά μου. ΦΡ ράβε*, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει. 2. αποσυνδέω τα κομμάτια από τα οποία αποτελείται κτ.: Aναγκαστήκαμε να ξηλώσουμε το πάτω μα, γιατί είχε χαλάσει. || για κτ. που αποσυνδέεται με βίαιο τρόπο: Ο αέρας ξήλωσε τις λαμαρίνες από τα υπόστεγα. || για κτ. που θεωρείται αναγκαίο ότι πρέπει να αποσυνδεθεί και να απομακρυνθεί: Aποφασίστηκε να ξηλωθούν τα στέγαστρα. 3. (μτφ.) α. (οικ.) καθαιρώ κπ. από το αξίω μά του ή υποβιβάζω κπ. απομακρύνοντάς τον από μία σημαντική θέση που κατείχε: Ξηλώθηκαν όλοι οι διευθυντές. (έκφρ.) μου ξηλώνουν τα γαλόνια*. β. (λαϊκ.) ξοδεύω χρήματα συνήθ. χωρίς τη θέλησή μου: Άντε, ξηλώσου τώρα και μη μιλάς.

[μσν. ξηλώνω < εξηλώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐξηλ(ῶ) `αφαιρώ τους ήλους, τα καρφιά΄ -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξηλώνω· εξηλών(ν)ω· ξηλώννω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Ξεκαρφώνω· διαλύω κ. στα μέρη που το αποτελούν:
        • εξήλωσεν (ενν. η αγία Ελένη) τους σταυρούς των ληστών (Μαχ. 610
        • (προκ. για κτίσμα):
          • (Ασσίζ. 2027), (Πουλολ. 501
      • β) (μεταφ.):
        • μη δώσουν και ξηλώσωσιν το μάγουλόν σου τώρα (Προδρ. IV 476 (έκδ. ξυ)).
    • 2) Διασκορπίζω (συγκεντρωμένους):
      • (Χρον. Μορ. H 7006).
    • 3) Διαλύω (συντροφία, βλ. ά.):
      • (Ασσίζ. 3335).
    • 4) Χαλώ, ανατρέπω:
      • ξηλώννεις τες δουλειές μου! (Μαχ. 4617
    • 5) Παρεμποδίζω· ματαιώνω:
      • (Κατζ. Ά 156
      • να κάμω μόδο για να ξηλώσομε του γέροντα το γάμο (Φορτουν. Β́ 418).
    • 6) (Νομ.) ακυρώνω:
      • (Ασσίζ. 10610).
    • 7) Εμποδίζω κάπ. (να κάνει κ.)· αποτρέπω:
      • (Φορτουν. Ά 100
      • εξήλωσεν τον σουλτάνον να μεν ποίσει την αγάπην (Μαχ. 18423
      • (με επόμ. τις προθ. απέ, από, εκ + αιτιατ.):
        • να ξηλώσει τον ρήγα απέ το θέλημάν του (Μαχ. 1063· 13421 κριτ. υπ.), (Χρον. Μορ. P 2112).
    • 8) Αποτρέπω, απομακρύνω:
      • εσφάλισ’ … ο δαίμονας τες στράτες και … ξηλώνει τους διαβάτες (Χούμνου, Κοσμογ. 1008).
    • 9) Αρπάζω, κλέβω:
      • Εάν γίνεται ότι … ένα ζώον εξήλωσέν το κανένας κανενού ανθρώπου … (Ασσίζ. 42520).
    • 10)
      • α) Ενοχλώ, ταράζω:
        • ούτε τσ’ ανάπαψές τως (ενν. των Θεών) … ξηλώνει … τσ’ Ερωπρικούσας η αγάπη (Πιστ. βοσκ. I 1, 380
      • β) αναστατώνω:
        • (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 32).
    • 11) ?Καταδικάζω σε θάνατο· θανατώνω:
      • η κρίσις … ένι κρατημένη να τον κρίνει (ενν. τον φονέαν) και να τον ξηλώσει κατά την κακοπραξίαν του (Ασσίζ. 21619).
    • 12) ?Αφαιρώ:
      • (Ασσίζ. 11431).
  • II. Μέσ.
    • 1) Διαλύομαι:
      • τα κάγκελα εξηλώθησαν (Προδρ. I 82).
    • 2) Εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι:
      • ο πόθος σου ξηλώθην (Κυπρ. ερωτ. 11919).
    • 3) Αποχωρώ, αποσύρομαι:
      • εξηλωθήκαν από την βουλήν (Μαχ. 59823).
    • 4) Αποχωρίζομαι:
      • αν γίνεται ότι ο είς τους συντρόφους θελήσει να ξηλωθεί, να χωριστεί της συντροφίας … (Ασσίζ. 3337).
    • 5) Αλλάζω γνώμη:
      • (Μαχ. 16221).
    • 6) Διαφωνώ, χαλώ τη συμφωνία:
      • Οι μαντατοφόροι … εποίκαν ς́ ημέρες να σάζουνται και να ξηλώννουνται (Μαχ. 49014‑5).

[<μτγν. εξηλόω. Ο τ. εξηλώνω και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ξηλώννω στο Meursius (ξιλώννειν) και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Du Cange (ξυλώνειν) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες