Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεψαχνίζω [ksepsaxnízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) 1. ξεχωρίζω το ψαχνό από τα κόκαλα, βγάζω το ψαχνό από το κρέας για να το μαγειρέψω ή για να το φάω. 2. (μτφ.) εξετάζω κτ. σε όλες του τις λεπτομέρειες: Mην τα ξεψαχνίζεις και τόσο τα πράματα! || ~ κπ., προσπαθώ να πάρω από κπ. πληροφορίες για κτ. ή για κπ., με πολλές και λεπτομερειακές ερωτήσεις: Tην κρατούσε τόση ώρα και την ξεψάχνιζε.
[ξε- ψαχν(ό) -ίζω]