Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεχύνω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) (Μεταφ. προκ. για την καρδιά) δίνομαι, αφήνομαι (σε κάπ. συναίσθημα)· ξεχειλίζω, πλημμυρίζω:
- η καρδιά μας αχαμνή, σ’ αγάπη όταν ξεχύνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [600]).
- 2) (Προκ. για τη γλώσσα) «παίρνω δρόμο», ξεσπώ με λόγια:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 387).
- 1) (Μεταφ. προκ. για την καρδιά) δίνομαι, αφήνομαι (σε κάπ. συναίσθημα)· ξεχειλίζω, πλημμυρίζω:
- II. Μέσ.
- 1) Δίνω τον εαυτό μου, αφήνομαι σε κ.:
- ζων ασώτως εξεχύθη όλος εις τα έξω (Πηγά, Χρυσοπ. 305 (2)).
- 2) (Προκ. για πρόβατα) απομακρύνομαι από το κοπάδι, σκορπίζομαι (εδώ σε μεταφ.):
- (Πηγά, Χρυσοπ. 215 (13)).
- 1) Δίνω τον εαυτό μου, αφήνομαι σε κ.:
[<αόρ. του εκχύνω (βλ. ά.). Το μέσ. σήμ. κοιν. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]
- I. Ενεργ.