Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεχύνομαι [ksexínome] Ρ1β : κινούμαι ζωηρά προς κάποια κατεύθυνση μαζί με μεγάλη ομάδα ανθρώπων· χύνομαι: Tο πλήθος ξεχύθηκε στους δρόμους.
[μέσο του ελνστ. ρ. ἐκχύνω (αρχ. ἐκχέω) `χύνω έξω΄ (ἐκ- > ξε-)]