Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεχωριστός, επίθ.· εξεχώριστος· εξεχωριστός· συγκρ. ξεχωριστότερος.
-
- 1)
- α) Ξεχωρισμένος, ιδιαίτερος, χωριστός:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 21r)·
- β) αποχωρισμένος, απομακρυσμένος:
- να ζω … με την ψυχήν μου ξεχωριστή 'κ τα μέλη τα δικά μου (Πιστ. βοσκ. V 3, 97).
- α) Ξεχωρισμένος, ιδιαίτερος, χωριστός:
- 2) Χωριστός, μεμονωμένος:
- (Χριστ. διδασκ. 115)·
- ένα βουνί τζιμαρόλον … δείχνει σου απομακρέα ωσά ξεχωριστόν (Πορτολ. Β 5812).
- 3) (Μεταφ., προκ. για χώρα) μόνος, που δεν έχει συμμάχους:
- (Ροδολ. Έ 42).
- 4) Διαφορετικός:
- (Ιστ. πατρ. 13716).
- 5) Σημαντικός, ιδιαίτερος:
- το ξεχωριστότερον μέρος της ευχαριστίας εκείνης οπού είμαστε χρεώσται του Θεού (Χριστ. διδασκ. 327).
- 6)
- α) Που διακρίνεται, που ξεχωρίζει:
- εφαίνουνταν (ενν. οι Αθηναίοι) ξεχωριστοί με πολιάν γηραίοι (Λίμπον. Επίλ. 77)·
- β) (για πράγματα ή τόπο):
- (Αχιλλ. L 805), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23416).
- α) Που διακρίνεται, που ξεχωρίζει:
- 7) (Μεταφ.) εξαίρετος, εκλεκτός:
- μυριοχάριτο τον ήκαμεν η φύση κι εφάνηκε ξεχωριστός σ’ Ανατολή και Δύση (Ερωτόκρ. Β́ 548)·
- ας δει την εξεχωριστήν του κόσμου (Αχιλλ. L 1244).
- 8) (Με την πρόθ. εις + αιτιατ.) που διακρίνεται σε κ.:
- στη φρόνεση ξεχωριστός (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4436)·
- (προκ. για τη Βενετία):
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 56722).
- 9)
- α) Εξαιρετικός, θαυμαστός· μοναδικός·
- (σε μεταφ.):
- (Σουμμ. Παστ. φίδ. Χορ. γ́ [26])·
- μία νεφέλη φωτεινή (ενν. η Παρθένος) ξεχωριστή και πολλά διαφορετική από όλα τα νέφη (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 407)·
- (σε μεταφ.):
- β) πολύ μεγάλος, σπουδαίος:
- ξεχωριστή … δύναμη (Ροδολ. Έ 39· Αχιλλ. L 1225).
- α) Εξαιρετικός, θαυμαστός· μοναδικός·
[<ξεχωρίζω. Η λ. στο Du Cange (λ. ξεχωρίζειν) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεχωριστός -ή -ό [ksexoristós] Ε1 : 1.που ξεχωρίζει, γιατί έχει μεγαλύτερη ένταση και γιατί γίνεται ή υπάρχει αποκλειστικά για κπ. ή για κτ.: Έδειξε ξεχωριστό ενδιαφέρον. Για το μικρό του γιο δείχνει μια ξεχωριστή αγάπη. || που ξεχωρίζει από όλους τους άλλους, που διακρίνεται ως καλός ή καλύτερος· εκλεκτός, διαλεχτός: Tέτοιους ανθρώπους, τόσο ξεχωριστούς και σεβαστούς, τους σέβεται κανείς. 2α. που γίνεται ή που υπάρχει χωριστά από άλλους και αποκλειστικά για κπ. ή για κτ.: H μετάφραση δημοσιεύτηκε σε ξεχωριστό έντυπο. Tο θέμα θα συζητηθεί σε ξεχωριστή συνεδρίαση. β. που ανήκει αποκλειστικά σε κπ.: Έχει ξεχωριστό δωμάτιο, ιδιαίτερο.
[μσν. ξεχωριστός < ξεχωρισ- (ξεχωρίζω) -τός]