Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεχωριστά, επίρρ.· ξεχωριστάς.
-
- 1) Κατ’ ιδίαν, ιδιαιτέρως:
- σ’ έκραξα εδεπά ξεχωριστά (Ροδολ. Ά 89· Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. θ́ 2).
- 2)
- α) Μεμονωμένα (με επόμ. γεν. προσωπ. αντων.):
- ο βασιλεύς με λογισμόν ξεχωριστά του πάγει (Χούμνου, Κοσμογ. 726)·
- β) έκφρ. ξεχωριστά από = χωριστά από, χωρίς:
- (Λεηλ. Παροικ. 634).
- α) Μεμονωμένα (με επόμ. γεν. προσωπ. αντων.):
- 3) Χωριστά ο καθένας ή το καθένα:
- πάσα κιανείς για λόγου του ξεχωριστά κοπιώντας (Πανώρ. Πρόλ. 37· Ροδολ. Γ́ 82).
- 4)
- α) Ιδίως, ιδιαιτέρως:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1366])·
- εις όλας μεν τας ημέρας, αμή ξεχωριστά εις τες Κυριακές (Δαμασκ. Στουδ., Διάλ. 454· Διαθ. 17. αι. 318· )>
- β) περισσότερο:
- Ξεχωριστά αφεντάκης του παρ’ άλλο είχε διά το παιδί καημό μεγάλο (Λεηλ. Παροικ. 453).
- α) Ιδίως, ιδιαιτέρως:
- 5) Επιπλέον:
- (Φορτουν. Γ́ 343).
- 6) Τόσο περισσότερο, κυρίως:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [337, 1039]).
[<επίθ. ξεχωριστός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Κατ’ ιδίαν, ιδιαιτέρως: