Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεχωρίζω [ksexorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.βάζω χωριστά, βάζω στην άκρη, χωρίζω: Ξεχώρισε δυο τρία μεγάλα πορτοκάλια και του τα πρόσφερε! Πριν να βάλεις τα ρούχα στο πλυντήριο να ξεχωρίσεις τα άσπρα από τα σκού ρα. ΦΡ ~ την ήρα* από το σιτάρι / ξεχώρισε η ήρα* από το σιτάρι. 2. κάνω διάκριση, προτιμώ, δείχνω προτίμηση προς κπ. ή προς κτ.: Δεν ~ κανένα παιδί, όλα το ίδιο τα αγαπώ. Mε την πρώτη ματιά την ξεχώρισε. || διαφέρω από τους άλλους, ξεχωρίζω ως καλός ή καλύτερος: Aυτός μονάχα ξεχωρίζει από όλο του το σόι. Ξεχώρισε αμέσως μέσα στην τάξη. Tο παράστημά του τον κάνει να ξεχωρίζει. 3α. διακρίνω, αντιλαμβάνομαι κτ. κυρίως με την όραση ή με την ακοή: Mέσα στη νύχτα δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τι ήταν, γάτα ή σκύλος. Mόλις άρχισε να ξεχωρίζει το χωριό από μακριά. Mιλούσε τόσο σιγά που δεν ξεχωρίζαμε τι έλεγε. β. διακρίνω, καταλαβαίνω τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή πράγματα: Είναι τόσο όμοιοι ώστε δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον έναν από τον άλλο.
[μσν. ξεχωρίζω < εξεχωρίζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐκχωρίζω `κόβω ένα κομμάτι, χωρίζω΄, αρχ. σημ.: ακυρώνομαι΄ (ἐκ- > ξε-)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεχωρίζω· εξεχωρίζω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Διαλέγω, ξεχωρίζω:
- (Αχιλλ. O 131)·
- εμάζωξεν όλους τους απελάτας και εξεχώρισεν απ’ αυτουνούς εκ των χιλίων τους εκατόν (Διγ. Άνδρ. 38638)·
- β) ορίζω:
- να … ξεχωρίσει (ενν. μία εκκλησία) τόπον της συνόδου οπού θέλει έλθει (Χριστ. διδασκ. 482).
- α) Διαλέγω, ξεχωρίζω:
- 2) Απομακρύνω, χωρίζω (ή κάνω να απομακρυνθούν, να χωρίσουν) άτομα που παλεύουν, μονομαχούν, κ.τ.ό.:
- (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 433), (Ερωτόκρ. Β́ 2369).
- 3)
- α) Κάνω δύο πρόσωπα να απομακρυνθούν, να μην έχουν πια σχέσεις, χωρίζω:
- Οϊμέ, τον κύρη οκ το παιδί γιάντα το ξεχωρίζεις; (Ζήν. Δ́ 349)·
- (με υποκ. τις λ. μελλάμενο, θάνατος, Χάρος):
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [547]), (Ερωφ. Έ 211), (Ροδολ. Β́ 361)·
- β) τοποθετώ δύο πρόσωπα σε διαφορετικά μέρη:
- εξεχώρισεν ο Αδάμ τον Κάιν από τον Άβελ (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 82r).
- α) Κάνω δύο πρόσωπα να απομακρυνθούν, να μην έχουν πια σχέσεις, χωρίζω:
- 4)
- α) (Προκ. για το Χάρο) χωρίζω (την ψυχή από το σώμα):
- (Αλφ. (Mor.) III 48)·
- β) (συνεκδ. με υποκ. την ψυχή) αφήνω, εγκαταλείπω:
- (Τζάνε, Κατάν. 2).
- α) (Προκ. για το Χάρο) χωρίζω (την ψυχή από το σώμα):
- 5)
- α) Απομακρύνω κάπ. (από κοντά μου):
- ποτέ από λόγου μου δε σ’ είχα ξεχωρίσει (Ροδολ. Έ 239)·
- β) κρατώ σε απόσταση:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 47916).
- α) Απομακρύνω κάπ. (από κοντά μου):
- 6) Τοποθετώ (πράγματα) σε απόσταση:
- εφύτεψέ τα (ενν. τα κλωνάρια) … ξεχωρισμένα ένα από το άλλο (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 100v).
- 7) Αποχωρίζομαι κάπ.:
- πονεί να μασε ξεχωρίσει (Ερωφ. Β́ 297)·
- (με γεν.):
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1808).
- 8) (Προκ. για μέλος του σώματος) αποχωρίζω, κόβω:
- (Φορτουν. Β́ 55), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16222).
- 9) (Μεταφ., προκ. για συναίσθημα) απομακρύνω, διαλύω:
- η γι-αγάπη … πάσα μ’ άλλη πεθυμιά και πόθο διώχνει και ξεχωρίζει (Πιστ. βοσκ. I 3, 16).
- 10)
- α) Διακρίνω, αναγνωρίζω:
- Τον τάφον άνοιξε και ιδέ, … πτωχούς και πλούσιους … αν είν’ και ξεχωρίσεις (Αλφ. 1538)·
- β) κάνω διάκριση, ξεχωρίζω:
- δεν ελόγιαζε να πει το πως δεν ξεχωρίζει τραγούδι απ’ τον τραγουδιστή (Ερωτόκρ. Ά 737)·
- γ) διακρίνω (γράμματα), βλέπω καθαρά:
- Βλέπω το γράμμα σα θαμπό και δεν το ξεχωρίζω (Ευγέν. Πρόλ. 55).
- α) Διακρίνω, αναγνωρίζω:
- 11) (Προκ. για φιλία) σταματώ, διακόπτω, χαλώ:
- για το χρουσάφι … οι φίλοι τσι φιλιές εξεχωρίσα (Ροδολ. Πρόλ. Μελλ. 28).
- 12) Χωρίζω κ. για να το δώσω σε κάπ.·
- (εδώ ειδικά για τον παράδεισο και τους πρωτοπλάστους):
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 91v).
- (εδώ ειδικά για τον παράδεισο και τους πρωτοπλάστους):
- 13) (Προκ. για διαφορές) διευθετώ, λύνω:
- (Φορτουν. Ιντ. ά 72).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1) Ξεχωρίζομαι, αποκρύνομαι από κ.:
- Με ένα ροβέρσο … θα δεις την κεφαλήν τως να ξεχωρίσει απ’ το λαιμό (Φορτουν. Δ́ 150)·
- (εδώ προκ. για αποσύνθεση του σώματος):
- τ’ αφτιά μου εξεχωρίσασι (Τζάνε, Κατάν. 20).
- 2) Χωρίζω από κάπ.:
- ξεχωρίσαν αδελφοί, πατέρες και παιδιά τους (Διακρούσ. 9519).
- 3)
- α) Προχωρώ, φεύγω:
- εξεχωρίσετε εμπρός, στους εδικούς μου αμέτε (Αχιλλ. L 965)·
- β) απομακρύνομαι από το σύνολο στο οποίο ανήκω:
- πέντε (ενν. καράβια) ξεχωρίζου, μέσα 'ς τσι Φώκες μπαίνουσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3183).
- α) Προχωρώ, φεύγω:
- 4)
- α) (Προκ. για το σώμα) χωρίζομαι από την ψυχή, παύω να έχω ψυχή:
- (Ερωφ. Ά 487)·
- β) φρ. απού το … κορμί η ψη να ξεχωρίσει = να ξεψυχήσω:
- (Φορτουν. Β́ 153).
- α) (Προκ. για το σώμα) χωρίζομαι από την ψυχή, παύω να έχω ψυχή:
- 1) Ξεχωρίζομαι, αποκρύνομαι από κ.:
- Ά Μτβ.
- II. Μέσ.
- Ά Μτβ.
- 1) Αποχωρίζομαι κάπ.:
- ελυπάτο (ενν. η θυγατέρα) τάχα να μας ξεχωριστεί (Ερωφ. Δ́ 182)·
- 2) Απαρνούμαι κ., απέχω από κ.:
- Του κόσμου τες απόλαυσες ας τες ξεχωριστούμεν (Πένθ. θαν. 29).
- 1) Αποχωρίζομαι κάπ.:
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Αποχωρίζομαι κάπ., απομακρύνομαι από κάπ.:
- απού το ταίρι μου να ζω ξεχωρισμένη (Ερωφ. Έ 444· Αχέλ. 993)·
- β) (προκ. για την ψυχή· πβ. IB́4β):
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 35v)·
- γ) προχωρώ, φεύγω:
- Πάντρουκλε … εξεχωρίσθησε ομπρός, άμε εις τους γονείς μας (Αχιλλ. (Smith) N 1366).
- α) Αποχωρίζομαι κάπ., απομακρύνομαι από κάπ.:
- 2) (Με επόμ. την πρόθ. εις + αιτιατ.)
- α) φεύγω, απομακρύνομαι:
- ξεφεύγομεν από τας αγκάλας τας πατρικάς, ξεχωρίζομέστανε εις χώραν μακράν (Πηγά, Χρυσοπ. 308 (10))·
- β) πηγαίνω κατά μέρος:
- ο καθείς … εις μέρος ας ξεχωριστεί … (Θησ. Ζ́ [115]).
- α) φεύγω, απομακρύνομαι:
- 3) (Προκ. για χώρα) χωρίζομαι, παύω να είμαι μέλος μιας συμμαχίας:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 513).
- 4) Διαχωρίζομαι, χωρίζομαι:
- ένα κορμίν και τρεις κορφές ήσαν ξεχωρισμένες (Χούμνου, Κοσμογ. 397· Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 15r).
- 1)
- Ά Μτβ.
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Χωριστός:
- ο πόθος … κάνει … και τα ξεχωρισμένα κορμιά στον κόσμο ζούσινε μόνο με πνέμαν ένα (Ερωφ. Έ 219)·
- 2) Μόνος, που δεν έχει ταίρι:
- μια γυναίκα μόνια τση γή άντρας ξεχωρισμένος (Ροδολ. Β́ 335).
- 3)
- α) Ξεχωριστός, εξαίρετος (εδώ για πρόσωπο):
- Αχιλλεύς ο θαυμαστός, ο εξεχωρισμένος (Αχιλλ. L 797· 671)·
- β) ιδιαίτερος:
- την τύπωσιν την έβαλεν εις τόπον ξεχωρισμένον, τίμιον και άγιον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 334r)·
- γ) εξαιρετικός, πολύ μεγάλος:
- ανδρειάν εξεχωρισμένην (Αχιλλ. L 708).
- α) Ξεχωριστός, εξαίρετος (εδώ για πρόσωπο):
- 4) (Για λόγια) εξαιρετικά ωραία:
- (Αχιλλ. L 1278).
- 5) Διαφορετικός:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 2794).
- 1) Χωριστός:
[<αόρ. του εκχωρίζω (βλ. ά.). Τ. ξη‑ στο Meursius (ξηχωριστείν) και σήμ. κυπρ. (πβ. ξηχωριστώντα) και ποντ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.