Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεχειμάζω [kseximázo] Ρ2.1α : (για αιγοπρόβατα, βοοειδή κτλ.) περνώ το χειμώνα· διαχειμάζω· (πρβ. ξεχειμωνιάζω): Kατεβάζουν τα κοπάδια για να ξεχειμάσουν στα πεδινά.
[μσν. ξεχειμάζω < εκχειμάζω (ἐκ- > ξε-) < ἐκ- αρχ. χεῖμ(α) `χειμώνας΄ -άζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεχειμάζω· υποτ. αορ. εξεχειμάσω· προστ. αορ. εξεχειμάσετε.
-
- 1) Περνώ το χειμώνα (σε κατάλληλο μέρος), ξεχειμωνιάζω:
- πααίνει στην Λακιδαιμονιάν εκεί να εξεχειμάσει (Χρον. Μορ. P 2978)·
- (ιδ. για στρατεύματα):
- (Κορων., Μπούας 118).
- 2) Παραμένω κάπου μέχρι να περάσει η κακοκαιρία·
- (εδώ προκ. για πλοίο):
- (Πορτολ. Α 35415).
- (εδώ προκ. για πλοίο):
[<ξε‑ (= «περνώ») + χειμάζω. Πβ. λ. εκχειμάζω σε σχόλ. (LBG) και στον Κουμαν. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Περνώ το χειμώνα (σε κατάλληλο μέρος), ξεχειμωνιάζω: