Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεχειλώνω [ksexilóno] -ομαι Ρ1 : για ρούχα, παπούτσια κτλ. που έχουν φαρδύνει σε σχέση με το αρχικό τους σχήμα, που έχουν χάσει τη φόρμα τους: Ο γιακάς της μπλούζας σου ξεχείλωσε. Mην το τραβάς το πουλόβερ· θα το ξεχειλώσεις. || Ξεχειλωμένος γιακάς, είδος γιακά.
[ξέχειλ(ος) -ώνω]