Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεχασιάρης -α -ικο [ksexasxáris] Ε9 : (οικ.) που ξεχνάει εύκολα, που είναι αφηρημένος. || (ως ουσ.) ο ξεχασιάρης, θηλ. ξεχασιάρα.
[ξεχασ- (ξεχνώ) -ιάρης]