Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεχαρβαλώνω [ksexarvalóno] -ομαι Ρ1 : 1.σαραβαλιάζω κτ., το εξαρθρώνω ή του χαλώ το μηχανισμό από την κακή ή τη μακρόχρονη χρήση: Tην ξεχαρβάλωσες την καρέκλα / την ντουλάπα. Ξεχαρβαλώθηκε πια το αυτοκίνητο. Ο βοριάς χτυπούσε τα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα. Ξεχαρβαλωμένο ρολόι. 2. (μτφ., οικ.) αποδιοργανώνω κτ.: Ξεχαρβαλώθηκε η κρατική μηχανή. Ο θόρυβος ξεχαρβαλώνει το νευρικό σύστημα. Ξεχαρβαλώθηκα πια!, από κούραση, εκνευρισμό κτλ.
[μσν. ξεχαρβαλώνω < ξε- χάρβαλ(ο) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεχαρβαλώνω· μτχ. παρκ. εξεχαρβαλωμένος.
-
- Φθείρω, χαλώ εντελώς·
- η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που έχει υποστεί σοβαρές φθορές, διαλυμένος:
- βάρκα … ξεχαρβαλωμένη, δίχως κουπιά μηδέ άρμενα (Φορτουν. Αφ. 13)·
- παπούτσια … εξεχαρβαλωμένα (Σαχλ., Αφήγ. 190).
- η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που έχει υποστεί σοβαρές φθορές, διαλυμένος:
[<επιτ. ξε‑ + χαρβαλώνω. Πβ. καταχαρβαλώνω. Η λ. και σήμ.]
- Φθείρω, χαλώ εντελώς·