Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεχάνω· ?ξεχνώ· ξηχάννω· υποτ. αορ. εξεχάσω· μτχ. παρκ. εξεχασμένος· ξεχαημένος.
-
- 1)
- α) Δε θυμούμαι κ., ξεχνώ κ., μου διαφεύγει κ.:
- Τό μάθει από μικρός κιανείς ποτέ δεν το ξεχάνει (Πανώρ. Ά 258· Πεντ. Δευτ. IV 9)·
- β) (ως ένδειξη αχαριστίας) λησμονώ, παύω να σκέφτομαι κάπ.·
- (εδώ το Θεό):
- δυνατόν οπού σε εγέννησεν εξέχασες (Πεντ. Δευτ. XXXII 18).
- (εδώ το Θεό):
- α) Δε θυμούμαι κ., ξεχνώ κ., μου διαφεύγει κ.:
- 2) Ξεχνώ κ. κάπου, αφήνω κ. πίσω μου φεύγοντας:
- να θερίσεις … και να ξεχάσεις δεμάτι εις το χωράφι, μη στραφείς να το πάρεις (Πεντ. Δευτ. XXIV 19).
- 3) Παραλείπω να μνημονεύσω:
- συμπάθιο σας ζητώ, αν είχα λησμονήσει, γή ο λογισμός μου εξέχασε κιανένα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4314).
- 4) Λησμονώ· παραβαίνω, αθετώ:
- φυλαχτείτε εσάς πρόσποτε να ξεχάσετε τη διαθήκη του Κύριου του Θεού σας (Πεντ. Δευτ. IV 23).
- 5) Εγκαταλείπω, παύω να ασχολούμαι με κ.:
- να εξεχάσεις την πολλήν, ψηλήν φιλοσοφίαν (Διήγ. παιδ. 213).
- 6) (Με αντικ. τα ουσ. δρόμος, οδός) ξεχνώ, χάνω το δρόμο μου:
- (Αιτωλ., Μύθ. 12817), (Πανώρ. Γ́ 473)·
- (εδώ με αντικ. πλάγια ερωτ. πρόταση):
- έτρεμα … μήτε και σφάλω την οδόν και πού 'τρεχα ξεχάσω (Αχέλ. 2370).
- 7) (Για χρήματα ή άλλα κέρδη) χάνω, στερούμαι:
- (Σαχλ. N 184).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Που έχει ξεχαστεί, λησμονηθεί από κάπ.:
- την ξεχασμένη μου μιλιά και την εμήν θωρίαν, παρακαλώ σε, φύλαξε (Θησ. Δ́ [473]).
- 2) Που έχασε τη μνήμη ή το λογικό του, «χαμένος», αλλοπαρμένος:
- Σαν ξεχαημένος πορπατεί, δεν τρώγει, δεν κοιμάται (Πανώρ. Γ́ 507· Κορων., Μπούας 22).
- 3) (Προκ. για λογισμό) χαλαρωμένος, που έχει χάσει την αυτοσυγκέντρωσή του:
- (Πανώρ. Έ 105).
- 4) (Υβριστ.) άτιμος:
- Κερατά ξεχασμένε (Σουμμ., Ρεμπελ. 179).
- 1) Που έχει ξεχαστεί, λησμονηθεί από κάπ.:
[<επιτ. ξε‑ + χάνω. Ο τ. ξεχνώ και σήμ. Ο τ. ξηχάννω και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)